-
1 немедленно
немедленно αμέσως, ευθύς* мы \немедленно выезжаем αμέσως φεύγουμε* * *αμέσως, ευθύςмы неме́дленно выезжа́ем — αμέσως φεύγουμε
См. также в других словарях:
αύριο — επίρρ. χρον., η μέρα που ακολουθεί αμέσως τη σημερινή: Αύριο φεύγουμε για το χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)